πατατούκα

πατατούκα
η
κοντό ανδρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patatucco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατατούκα — η (λ. ιταλ.), είδος αντρικού μανδύα από χοντρό μάλλινο ύφασμα χωρίς μανίκια ή τρύπες στη θέση των μανικιών, αλλιώς κάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”